ιεραγωγος

ιεραγωγος
    ἱεραγωγός
    ἱερ-ᾰγωγός
    2
    везущий священные предметы (жертвенные дары, ритуальную утварь)
    

(ναῦς Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιεραγωγος" в других словарях:

  • ιεραγωγός — ἱεραγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ἱεραγωγόν — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc sg ἱεραγωγός carrying offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγοῖς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγοί — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγούς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»